- μίτρα
- ηχρυσοκέντητο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων κατά τη διάρκεια της λειτουργίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Μίτρα — Μίτρᾱ , Μίτρα fem nom/voc/acc dual Μίτρᾱ , Μίτρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτρα — μίτρᾱ , μίτρα maiden s girdle fem nom/voc/acc dual μίτρᾱ , μίτρα maiden s girdle fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίτρᾳ — Μίτραι , Μίτρα fem nom/voc pl Μίτρᾱͅ , Μίτρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτρᾳ — μίτραι , μίτρα maiden s girdle fem nom/voc pl μίτρᾱͅ , μίτρα maiden s girdle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… … Dictionary of Greek
Μίτρας — Μίτρᾱς , Μίτρα fem acc pl Μίτρᾱς , Μίτρα fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτρας — μίτρᾱς , μίτρα maiden s girdle fem acc pl μίτρᾱς , μίτρα maiden s girdle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίτραι — Μίτρα fem nom/voc pl Μίτρᾱͅ , Μίτρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτραι — μίτρα maiden s girdle fem nom/voc pl μίτρᾱͅ , μίτρα maiden s girdle fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μίτραν — Μίτρᾱν , Μίτρα fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)